- ζηλωτός
- -ή, -ό (AM ζηλωτός, -ή, -όν, Α και ζηλωτός, -όν, δωρ. τ. ζαλωτός, -όν) [ζηλώ]αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστοςαρχ.1. αυτός που καλοτυχίζεται, που μακαρίζεται («ζηλωτὸς ὢν βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις», Αισχύλ.)2. ευδαίμων, μακάριος για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.